- τραγωδώ
- τραγῳδῶ, -έω, ΝΜΑ [τραγῳδός]απαγγέλλω ένα κείμενο με τραγικό τόνονεοελλ.είμαι τραγωδόςμσν.-αρχ.τραγουδώ, άδωαρχ.1. παρουσιάζω τραγωδία στη σκηνή και, κυρίως, παριστάνω κάτι σε τραγωδία2. μτφ. α) κάνω κάτι γνωστό, τό κοινοποιώβ) υπερβάλλω3. παθ. τραγῳδοῦμαι, -έομαια) γίνομαι υπόθεση τραγωδίαςβ) απαγγέλλομαι με τραγικό ύφος4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τετραγῳδημένος, -η, -ονα) (για λόγο) γεμάτος κομπασμό, πομπώδηςβ) μτφ. καταστροφικός, ολέθριος5. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ τραγῳδούμεναοι υποθέσεις τής τραγωδίας6. φρ. α) «ὄνομα τραγῳδῶ» — καλλωπίζω, στολίζω μια λέξη (Πλάτ.)β) «στολαὶ τετραγῳδημέναι» — πομπώδη και μεγαλοπρεπή ενδύματα όμοια με εκείνα που φορούσαν στην τραγωδία (Αντιφάν.).
Dictionary of Greek. 2013.